- φτιάχνομαι
- yapılmak, çekidüzen verilmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φτιάχνομαι — φτιάχνομαι, φτιάχτηκα, φτιαγμένος βλ. πίν. 30 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βάφω — έβαψα, βάφτηκα και βάφηκα, ομαι, βαμμένος 1. χρωματίζω, μπογιατίζω: Όλα είναι άνω κάτω γιατί βάφω το σπίτι. 2. φτιασιδώνομαι, φτιάχνομαι και καλλωπίζομαι: Όταν βάφεσαι πολύ, το πρόσωπό σου φαίνεται σαν μάσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτιάνω — και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος 1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)